- γάγγραινα
- Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της προοδευτικής απόφραξης των αρτηριών της περιοχής· οι ιστοί παρουσιάζονται στεγνοί, μουμιοποιημένοι, αρχικά πρασινωποί και αργότερα φαιοί ή μαύροι εξαιτίας της δράσης των μικροβίων στην αιμοσφαιρίνη. Στην ξηρή γ. τα όρια μεταξύ των νεκρών και υγιών ιστών είναι περιγραμμένα. Εκεί αναπτύσσεται μια στιβάδα κοκκιώδους συνδετικού ιστού που τείνει να απομονώσει την περιοχή που έχει νεκρωθεί. Η υγρή γ. μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε σημείο του σώματος. Οι ιστοί που έχουν πληγεί είναι διαποτισμένοι από ορό, τόσο γιατί η απόφραξη των αρτηριών συνοδεύεται και από απόφραξη των φλεβών όσο και γιατί η δράση των μικροβίων προκαλεί σήψη των μαλακών μορίων με σύγχρονη παραγωγή δύσοσμων προϊόντων· η περιοχή που έχει πληγεί εμφανίζεται υγρή, πρασινωπή ή μαύρη, δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός από τους υγιείς ιστούς, ενώ η εισβολή των μικροβίων και η διάχυση των τοξινών γενικεύεται και καταλήγει σε σηψαιμία και θάνατο.
Οι κλινικές μορφές που παρατηρούνται πιο συχνά είναι η γεροντική γ., συχνότερα ξηρή, που οφείλεται σε αποφρακτικές αρτηριοσκληρωτικές επεξεργασίες, και η διαβητική γ., κι αυτή επίσης αρτηριοσκληρωτικής φύσης, αλλά συχνά υγρή εξαιτίας της ευκολίας ανάπτυξης μικροβίων στους πλούσιους σε σάκχαρο ιστούς.
Η γ. μπορεί να εμφανιστεί και κατόπιν εμβολής, θρόμβωσης, κρυοπαγημάτων, στη νόσο του Μπίργκερ και του Ρενό, και σε τραύματα μολυσμένα, ιδιαίτερα με χώμα, όπως συχνά είναι τα πολεμικά και εκτεταμένα οδικά τραύματα. Στην τελευταία περίπτωση η γ. οφείλεται σε μικρόβια της αεριογόνου γ.
Η θεραπευτική αγωγή, εκτός από τη βελτίωση των τοπικών συνθηκών της αιματικής κυκλοφορίας, αποβλέπει στην καταπολέμηση της βακτηριδιακής λοίμωξης και στην αποκατάσταση των γενικών συνθηκών. Ενδεχομένως απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
* * *η (AM γάγγραινα)1. τοπική νέκρωση των ιστών η οποία προέρχεται από πληγή ή απόστημα που προκαλεί σήψη2. αιτία που βαθμιαία προκαλεί μεγάλη καταστροφή («η γάγγραινα της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή πολιτική ζωή»).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό, και επίθημα -αινα* (πρβλ. φαγέδαινα, λ. με παρόμοια σημασία και ίδιο επίθημα). Δεν είναι γνωστό ποιο αρσενικό ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα *γάγγρων, *γάγγρος ή και γάγγρα, ονομασία της κατσίκας κατά τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. αιώνας). Οπωσδήποτε η λ. πρέπει να συνδέεται με το γράω «τρώω, ροκανίζω», χωρίς να είναι βέβαιο αν ο εκφραστικός αναδιπλασιασμός πρωτοεμφανίστηκε στο ρήμα (*γαγγράω, *γαγγραίνω) ή στο ουσιαστικό].
Dictionary of Greek. 2013.